- ευρυπέδιλος
- εὐρυπέδιλος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους»)2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» — πλατιά οπλή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλι-πέδιλος, χρυσο-πέδιλος).
Dictionary of Greek. 2013.